Γελάει καλύτερα αυτός που ακούει ένα ανέκδοτο από κάποιον που ξέρει να τα διηγείται με στυλ!
Αν έχετε πέσει σε τέλμα και λέτε τα ίδια και τα ίδια, παρακάτω ακολουθεί μια δεξαμενή με… εγγυημένα ανέκδοτα για σίγουρο και αυθόρμητο γέλιο.
Ο μπαμπάς μου
4 ετών: Ο μπαμπάς μου μπορεί να κάνει τα πάντα!
7 ετών: Ο μπαμπάς ξέρει τόσα πολλά!
8 ετών: Ο μπαμπάς μου δεν ξέρει τελικά και τόσα πολλά.
12 ετών: Ο μπαμπάς μου δεν ξέρει τι του γίνεται.
14 ετών: Ο πατέρας μου; Άσε καλύτερα!
21 ετών: Ωχ, πάλι αυτός μπροστά μου!
25 ετών: Κάτι ξέρει για το θέμα ο πατέρας μου αλλά όχι και πολλά πράγματα.
30 ετών: Θα πρέπει να μάθω τι ξέρει ο πατέρας μου για το θέμα.
35 ετών: Πριν αποφασίσουμε ας ζητήσουμε και τη γνώμη του μπαμπά.
50 ετών: Τι άραγε να πίστευε ο πατέρας γι΄αυτό;
60 ετών: Τελικά ο πατέρας μου είχε τεράστια εμπειρία!
65+ετών: Α ρε πατέρα! Μακάρι να ζούσες και να μιλούσαμε σήμερα οι δυο μας!»
Το παγόνι
Πάει ένας γέρος επαρχιώτης στην Αθήνα. Kατεβαίνει στο Σύνταγμα και βλέπει ένα νεαρό με βαμμένα μαλλιά, μια τούφα μπλε, μια μωβ, μια κόκκινη και μια πράσινη κ.ο.κ.
Πλησιάζει λοιπόν, κι αρχίζει να τον κοιτάζει με πολύ περίεργο τρόπο.
Αυτό συνεχίστηκε για πολύ μέχρι που ο νεαρός εκνευρίστηκε και γυρίζει ενοχλημένος και του λέει:
– Τι θες ρε κωλόβλαχε και με κοιτάς έτσι τόση ώρα;
Και ο βλάχος του απαντά απολογητικά:
– Μη μι παριξηγάς παιδάκι μ?, μα να, μόλις σι είδα, ένα πράγμα σκέφτηκα κι συλλογάμι τόσις ώρις:
Όταν ήμαν στου Στρατό είχα γ….. ένα παγόν? … κι σκέφτουμι μήπους είσι ι γιός μ..
Ο παράδεισος
Ήταν καμιά 10ρια άτομα στον Αγ. Πέτρο για να τους στείλει αναλόγως στην Κόλαση ή στον Παράδεισο..
Αφού έστειλε σχετικά όλους στην Κόλαση φτάνει και στον τελευταίο τον οποίο τον έστειλε στον Παράδεισο..
Πετάγεται ένας και του λέει…
– Καλά τρελός είσαι; Αυτός είναι οδηγός λεωφορείου και περνάει με κόκκινο, δεν υπολογίζει τους πεζούς, τρέχει σαν τρελός, παρανομεί καθημερινά τον ΚΟΚ…κτλ
Και ο άγιος του απαντάει..
– Μπορεί, αλλά είναι ο μόνος από όλους εσάς που στην βάρδιά του κάνει 50 άτομα να κάνουν τον σταυρό τους!
Το λίφτινγκ
Μια γυναίκα αποφασίζει να κάνει λίφτινγκ στο πρόσωπο για τα γενέθλιά της. Ξοδεύει 5000 ευρώ και αισθάνεται ιδιαίτερα ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα. Στο δρόμο για το σπίτι, σταματάει σε ένα περίπτερο για να αγοράσει μια εφημερίδα. Προτού φύγει ρωτάει τον περιπτερά:
– Πόσο χρονών με κάνετε;
– 32, της απαντάει.
– Κι όμως, είμαι 47! λέει με ικανοποίηση.
Λίγο αργότερα, πάει σ’ ένα φαστφουντάδικο και κάνει την ίδια ερώτηση στην κοπέλα στο ταμείο. Εκείνη απαντάει:
– Γύρω στα 29 σας κάνω.
Και η γυναίκα:
– Όχι, είμαι 47!
Τώρα πλέον πετάει στα σύννεφα. Σταματάει σε ένα φαρμακείο και αφού φτάνει στο ταμείο και αγοράζει μέντες, ρωτάει το φαρμακοποιό την ίδια φλέγουσα ερώτηση.
Εκείνος απαντά:
– Εχμ, 30;
Για μια ακόμα φορά, λέει περήφανα:
– Είμαι 47, αλλά σας ευχαριστώ.
Στη στάση του λεωφορείου, ρωτάει έναν ηλικιωμένο κύριο την ίδια ερώτηση.
Εκείνος της απαντά:
– Κυρία μου, είμαι 78 ετών και η όρασή μου δεν είναι όπως παλιά. Όσο ήμουν νέος ωστόσο, είχα ένα σίγουρο τρόπο για να διαπιστώνω την ηλικία μιας κυρίας. Θα ακουστεί σαν ασέβεια, αλλά απαιτεί την τοποθέτηση των χεριών μου στο εσωτερικό του στηθόδεσμού σας. Τότε θα είμαι σε θέση να πω την ακριβή ηλικία σας.
Ακολουθεί μια παρατεταμένη σιωπή στον άδειο δρόμο έως ότου η περιέργεια την κυριεύει:
– Εντάξει, θα σας αφήσω.
Βάζει και τα δύο του χέρια κάτω από την μπλούζα της και στο εσωτερικό του σουτιέν, ψηλαφίζει μεθοδικά και προσεκτικά. Μετά από δύο λεπτά, εκείνη του λέει:
– Εντάξει φτάνει…, πόσο ετών είμαι;
Κάνει ένα τελευταίο ζούληγμα αυτός, βγάζει τα χέρια του και της λέει:
– Κυρία μου, είστε 47 ετών.
Όλο έκπληξη τον ρωτάει:
– Απίστευτο! Πώς το καταλάβατε;
– Μου υπόσχεστε πως δε θα νευριάσετε;
– Ναι.
– Ήμουν από πίσω σας στο φαστφουντάδικο
Το τζιπ
Κάποιος αγοράζει πανάκριβο και ολοκαίνουργιο τζιπ. Το βράδυ το παρκάρει κάτω από το σπίτι του. Περνάει πιτσιρικάς, κοιτάει το τζιπ, τού ‘ρχεται φαεινή ιδέα, βγάζει σουγιά και πλάι στην ένδειξη 4Χ4 χαράζει στη λαμαρίνα =16!
Το πρωί ο τύπος τραβάει τα μαλλιά του. Πάει στην αντιπροσωπεία, όπου δέχονται να του αλλάξουν το καπό, μια που δεν συμπλήρωσε ούτε μέρα που πήρε το αμάξι…
Το ίδιο βράδυ ξαναπερνάει ο πιτσιρικάς, βλέπει το 4Χ4 να αστράφτει πάλι, ξαναβγάζει το σουγιά και ξαναχαράζει στη λαμαρίνα =16. Το άλλο πρωί ο ιδιοκτήτης στα πρόθυρα εμφράγματος ξαναπάει στην αντιπροσωπεία.
– Κοιτάξτε κύριε, του λένε εκεί, δυστυχώς υπάρχουν πολλά τέτοια παλιόπαιδα και το ίδιο πρόβλημα το ‘χουν κι άλλοι ιδιοκτήτες τζιπ. Για να μην κάνετε συνέχεια αυτή τη δουλειά λοιπόν, εμείς έχουμε φτιάξει μια πατέντα, όπου κολλάμε ένα μεταλλικό πλαίσιο πάνω στο πίσω κάπο, το οποίο γράφει 4Χ4=16, με όμορφα καλλιτεχνικά γράμματα. Κι έτσι δεν έχουν πια τι να γράψουν και γλιτώνετε. Αν παρατηρήσετε θα δείτε πολλά τζιπ με αυτό το κόλπο. Τι λέτε;
Τι να πει… βάζει το μεταλλικό πλαίσιο με 4Χ4=16 και επιστρέφει σπίτι.
Το βραδύ περνάει ο πιτσιρικάς, βλέπει το 4Χ4=16 και προβληματίζεται. Ξύνει το κεφάλι για λίγο και τελικά βγάζει το σουγιά και χαράζει στο κάπο ακριβώς από κάτω: ΣΩΣΤΟΟΟΟΟΟΟΟΟΣ!!!!!!
Το πουλόβερ
Τέσσερις παντρεμένοι άντρες πήγαν για ψάρεμα. Μετά από λίγο άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους.
– Δεν θα το πιστέψετε τι έπρεπε να κάνω για να μπορέσω να έρθω για ψάρεμα αυτό το σαββατοκύριακο. Υποσχέθηκα ότι θα βάψω όλο το σπίτι σε μια εβδομάδα!
– Αυτό δεν είναι τίποτα λέει ο άλλος…
– Εγώ έπρεπε να της υποσχεθώ ότι θα χτίσω καινούργια πέργκολα για την πισινά.
– Καλά με δουλεύετε;
– Εγώ της υποσχέθηκα ότι θα κάνω πλήρη ανακαίνιση στην κουζίνα συμπεριλαμβανόμενων και των ηλεκτρικών συσκευών!
– Ο τέταρτος δεν μιλάει….
-Εσύ μεγάλε γιατί δεν μιλάς; Θες να πιστέψουμε ότι δεν υποσχέθηκες τίποτα;
– Εγώ παιδιά έβαλα το ξυπνητήρι σήμερα το πρωί να χτυπήσει στις 5 και 30… και όταν άρχισε να βαράει, γυρίζω στην γυναικά μου και της λέω: Ψάρεμα η Sex; και μου απαντά…
Πάρε ένα πουλόβερ μαζί σου!
Οι καουμπόηδες
Τρεις σκληροτράχηλοι καουμπόηδες κάθονταν ένα βράδυ γύρω από τη φωτιά και λέγανε ιστορίες για το πόσο σκληρόπετσοι και πόσο άφοβοι είναι.
Λέει ο πρώτος:
-Χθες που περπάταγα στο μονοπάτι του Νεκρού, από κάτω από μια πέτρα βγαίνει ένας κροταλίας 4 μέτρα .Τον αρπάζω, του δαγκώνω και του κόβω το κεφάλι και του ρουφάω όλο το δηλητήριο.Και όπως βλέπετε είμαι εδώ και σας το λέω.
-Αυτό δεν είναι τίποτα, λέει ο δεύτερος. Εγώ την περασμένη εβδομάδα πέρναγα έξω από τη φάρμα του Μπιλ. Εκείνη την ώρα το είχε σκάσει ένας ταύρος 250 κιλά, ο οποίος είχε σκοτώσει το Μπιλ,τη γυναίκα του και 3 περαστικούς. Εγώ τον αρπάζω από τα κέρατα, τον γυρνάω ανάποδα και του δένω τα πόδια για να μην πειράξει κανέναν άλλο.
Ο τρίτος παρέμενε σιωπηλός, σκαλίζοντας που και που τα κάρβουνα με το πουλί του.
Η λίμνη
Ένας αγρότης είχε ένα πολύ μεγάλο αγρόκτημα με μια ωραία λίμνη στο πίσω μέρος του. Μια μοναχική βραδιά αποφάσισε να πάει μια βόλτα μέχρι την λίμνη. Καθώς πλησίαζε, κάνοντας το τρίτο τσιγάρο, άκουσε φωνές και γέλια. Όταν έφτασε είδε πολλά γυμνά νεαρά κορίτσια να παίζουν μέσα στα νερά. Μόλις όμως κατάλαβαν την παρουσία του, πήγαν στα βαθιά για να μην φαίνονται.
Ένα από τα κορίτσια του φώναξε: «Δεν πρόκειται να βγούμε αν δεν φύγεις».
Και απαντάει κι αυτός: «Ναι, σιγά μην ήρθα για να σας δω να κολυμπάτε γυμνές. Απλά εγώ ήρθα για να ταΐσω τον κροκόδειλο.
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Απόσπασμα από το ημερολόγιό της:
Το Σάββατο το βράδυ τον βρήκα λίγο παράξενο. Είχαμε πει να συναντηθούμε στο μπαρ για ένα ποτό. Επειδή όλο το απόγευμα είχα βγει για ψώνια με τις φίλες μου, νόμιζα ότι ήταν εξ αιτίας μου…επειδή έφτασα στο ραντεβού λίγο καθυστερημένα. Αυτός, όμως, δεν είπε τίποτα. Η συζήτησή μας δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο και τότε του πρότεινα να πάμε σ’ ένα μέρος πιο ήσυχο και πιο ρομαντικό.
Ξεκινήσαμε για ένα ωραίο εστιατόριο, αλλά αυτός συνέχισε να είναι παράξενος. Έδειχνε να είναι απών. Προσπάθησα να τον διασκεδάσω χωρίς αποτέλεσμα. Αναρωτιόμουν επίμονα αν ήταν δικό μου το φταίξιμο. Τον ρώτησα αν ήταν εξ αιτίας μου και μου απάντησε πως εγώ δεν είχα να κάνω, αλλά δεν πείστηκα.
Στο αυτοκίνητο, καθώς γυρίζαμε σπίτι του είπα ότι τον αγαπούσα πολύ κι αυτός με αγκάλιασε ψυχρά, χωρίς να βγάλει άχνα. Δεν μπορώ να εξηγήσω τη συμπεριφορά του, δεν είπε τίποτα,δε μου είπε ότι με αγαπάει κι αυτός….δεν ξέρω τι να πω, είμαι πολύ ανήσυχη!
Επιτέλους, φτάσαμε σπίτι. Τη στιγμή εκείνη ήμουν σίγουρη πως ήθελε να με αφήσει. Προσπάθησα να του μιλήσω, εκείνος, όμως, άναψε την τηλεόραση κι
άρχισε να παρακολουθεί αφηρημένα, βυθισμένος σε σκέψεις, σα να ήθελε να μου πει ότι όλα είχαν τελειώσει. Στο τέλος παραιτήθηκα και πήγα για ύπνο.
Δε θα ‘χαν περάσει ούτε 10 λεπτά κι ήλθε κι αυτός στο κρεβάτι και με μεγάλη μου έκπληξη τον είδα να ανταποκρίνεται στα χάδια μου και κάναμε έρωτα
αν και εξακολουθούσε να είναι απόμακρος. Προσπάθησα να του μιλήσω για τη σχέση μας ακόμη μια φορά, για όσα είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ αλλά τον έχει ήδη πάρει ο ύπνος.
Έβαλα τα κλάματα. Έκλαιγα όλη νύχτα μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος.
Είμαι σχεδόν βέβαιη πως σκεφτόταν κάποια άλλη. Η ζωή μου είναι ένα μπάχαλο.
Απόσπασμα από το ημερολόγιό του::
Έχασε ο Ολυμπιακός από τον Αστέρα Τρίπολης…… αλλά τουλάχιστον γ……
Απόπειρα αυτοκτονίας
– Γιατρέ, ήμουν χάλια και προσπάθησα να αυτοκτονήσω με χίλιες ασπιρίνες.
– Σοβαρά; Και τι έγινε ;
– Μετά τις δυο πρώτες ένιωσα πολύ καλυτέρα…
Ο μαφιόζος
– Μπαμπά, στο σχολείο, με φωνάζουν μαφιόζο…
– Καλά, θα περάσω να το κανονίσω.
– Ωραία, κοίτα να φανεί σαν ατύχημα ε;
Ο Έλληνας στην κόλαση
«Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης. Ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών.
Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική:
– «Οργανωμένη χώρα», λέει, «τόσα χρόνια στην Ελλάδα, τι κατάλαβα από οργάνωση και υπηρεσίες; Mου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας…
πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση».
Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κόλασης. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη, και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει. Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.
– «Να δω πώς είναι», του απαντά εκείνος.
– «Ούτε να το σκέφτεστε κύριε!», του απαντά ο υπάλληλος! «Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!!! Φρίκη! Φρίκη! Εγώ σας λέω να μη μείνετε».
Όπου φύγει-φύγει ο Έλληνας.
Στη συνέχεια δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση! Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη, όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ μάλιστα, δεν ανάβουν γιατί έχουν καεί τα λαμπάκια. Έτσι η επιγραφή γράφει ΟΑΣΗ.
– «Ελληνική ανοργανωσιά…», μουρμουρίζει.
Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους… Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, τύφλα στο μεθύσι, και τον ρωτά τι θέλει.
– «Ήρθα να δω πώς είναι», του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα.
Τραπέζια, πολύ κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια… Γενικώς, μπάχαλο.
Τρελαίνεται ο τύπος:
– «Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ;»
– «Aσε φίλε, χάλια!», του λέει ο μεθυσμένος. «Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.
– «Πλάκα μου κάνεις;;;», απαντάει ο πεθαμένος. «Εδώ πίνετε και γλεντάτε!»
– «Εεε, ξέρεις πώς είναι μωρέ εδώ στην Ελλάδα… Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια…
Το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ
Ένας λογιστής γυρνά αργά στο σπίτι του μία νύχτα:
– Ανησύχησα! Που στο καλό ήσουνα; Ρωτά η γυναίκα του.
– Α, λέει αυτός, δεν ήταν τίποτε. Πήγα να κάνω ένα τατουάζ.
– Τατουάζ; Τι τατουάζ έκανες;
– Ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ στα γεννητικά μου όργανα, λέει αυτός περήφανα.
– Χαρτονόμισμα; Μα τι στο καλό σκεφτόσουνα; Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτό που έκανες είναι τρελό;
– Μπα, είχα τους λόγους μου. Πρώτον μου αρέσει να βλέπω τα λεφτά μου να αυξάνονται, δεύτερον, μου αρέσει να παίζω με τα λεφτά μου, τρίτον μου αρέσει να έχω λεφτά στα χέρια μου, και τέταρτον έτσι θα μπορώ να σου δίνω 100 ευρώ όποτε το θελήσεις!»
Το ζάπινγκ και το πορνό
Ο σύζυγος κάθεται στον καναπέ στο σαλόνι κάνοντας συνεχώς ζάπινγκ ανάμεσα σε δυο κανάλια όταν από το βάθος ακούγεται η φωνή της συζύγου:
– Τι κάνεις εκεί ρε Δημήτρη, θα την κάψεις την τηλεόραση!
– Τι να κάνω ρε γυναίκα; Αφού βάλανε το μπάσκετ μαζί με την τσόντα και δεν ξέρω ποιο από τα δυο να δω…
Και η γυναίκα απαντά:
– Την τσόντα δες… Μπάσκετ ξέρεις!
Ο χαρούμενος σύζυγος
Τρέχει χαρούμενος ο άνδρας να ανακοινώσει στη γυναίκα του τα… νέα:
– Χαρίκλεια τα έμαθες; Βγήκαν… ολυμπιακά προφυλακτικά!
– Καλά Κώστα μου, σοβαρά μιλάς; Και τι το ιδιαίτερο έχουν δηλαδή;
– Είναι σαν τα μετάλλια, Χαρίκλεια, βγαίνουν σε χρυσό, ασημένιο και χάλκινο.
– Αλήθεια; Πήρες Κώστα μου εσύ; Πήρες;
– Εμ, βέβαια Χαρίκλεια, έτσι θα σ’ άφηνα; Πάμε γρήγορα να το «δοκιμάσουμε».
– Και ποιο από τα τρία πήρες καλέ μου;
– Μα ποιο άλλο; Το χρυσό βέβαια!
– Ουφ… χάθηκε βρε αγάπη μου να πάρεις το ασημένιο, μήπως και τελειώσεις κι εσύ μια φορά… δεύτερος;
Το αεροδρόμιο
Μια ξανθιά πάει με τον αρραβωνιαστικό της να δουν ένα σπίτι που θέλουν να αγοράσουν.
Καθώς μελετούν το σπίτι ο αρραβωνιαστικός λέει στον μεσίτη:
– Ωραίο το σπίτι και σε καλή τιμή. Αλλά παρατηρώ ότι βρίσκεται κοντά σε αεροδρόμιο. Δε θα’ χει πολύ θόρυβο;
– Θα έχει, αλλά ύστερα από μια βδομάδα θα τον συνηθίσετε και δεν θα έχετε πρόβλημα, του απαντάει ο μεσίτης.
Και η ξανθιά λέει αποκρινόμενη και στους δύο:
– Αχ να το πάρουμε αγάπη μου και δεν πειράζει, την πρώτη βδομάδα, μένουμε σε ξενοδοχείο!
Οι ναυαγοί
«Τέσσερις ναυαγοί ηλικίας 20, 40, 50 και 70 ετών βρίσκονται σε ένα νησί και σε απόσταση αναπνοής σε ένα άλλο νησί βρίσκονται ισάριθμα πανέμορφα μοντέλα.
Ο 20άρης λέει: -Γρήγορα να κολυμπήσουμε να πάμε απέναντι στα κορίτσια!
Ο 40άρης του απαντά: -Καλά μην βιάζεσαι και τόσο.
Ο 50άρης προτείνει: -Εγώ λέω να κατασκευάσουμε μία σχεδία
O 70άρης: – Για σταθείτε ρε παιδιά. Γιατί να τα κάνουμε όλα αυτά; Αφού κι από εδώ βλέπουμε!!!»
Ο γιατρός και το πιστόλι
Πάει ένας τύπος στο γιατρό…
– Γιατρέ κάνε κάτι, δε μπορώ να ευχαριστηθώ το σεξ, εκσπερματώνω πολύ γρήγορα.
– Χμ…Πάρε αυτό το πιστόλι…
– Πιστόλι;
– Πιστόλι κρότου είναι, κάθε φορά που θα βλέπεις ότι φτάνεις στο τέλος, θα ρίχνεις μια και απ’ τον κρότο θα φοβάσαι και θα… μαγκώνεσαι.
– Ok, του λέει, θα το δοκιμάσω.
Την άλλη μέρα…
– Γιατρέ χάλια η θεραπεία!
– Γιατί;
– Να, χτές έκανα το 69 με τη δικιά μου, πάνω λοιπόν που κόντευα, τραβάω μια πιστολιά…
– Και τι έγινε, δεν πέτυχε;
– Πρώτον, η γκόμενα τα κανε πάνω της απ’ τον φόβο… δεύτερον, μου τράβηξε μια γερή δαγκωνιά και μ’ άφησε χωρίς εργαλείο και τρίτον… πετάχτηκε κι ένας τύπος απ’ τη ντουλάπα με τα χέρια ψηλά».
Συνάντηση με τον Άγιο Πέτρο
«Ένας τύπος πεθαίνει και πάει στον παράδεισο. Φτάνοντας εκεί, βλέπει μπροστά του τον Άγιο Πέτρο, ο οποίος τον σταματάει και του λέει:
– Ώπα! Για μισό, πού πας εσύ έτσι φουριόζος;
– Μέσα, του απαντάει δείχνοντάς του την πόρτα.
– Μέσα ε; Για κάτσε να τσεκάρω τα βιβλία μου…
Περνούν δυο λεπτά και τελικά τον βρίσκει.
– Α, μάλιστα! Εδώ λέει πως δεν έχεις κάνει τίποτα πολύ κακό στη ζωή σου, αλλά και τίποτα πολύ καλό. Για να σε αφήσω να μπεις θα πρέπει οπωσδήποτε να μου πεις μια καλή σου πράξη.
– Εντάξει λοιπόν Άγιε, θα σου πω μια ιστορία: Οδηγούσα σε έναν σκοτεινό δρόμο το βράδυ και τι βλέπω στο πεζοδρόμιο; Δεκαπέντε αλήτες έχουν περικυκλώσει μια κοπελίτσα και ετοιμάζονται να τη βιάσουν. Κατεβαίνω κι εγώ, πιάνω ότι βαρύ βρήκα μπροστά μου και τραβάω μια γερή στον αρχηγό τους, του ανοίγω το κεφάλι και φωνάζω στους υπόλοιπους:
«Ρε μπάσταρδοι! Ή θα την αφήσετε ήσυχη ή θα σας πη…!»
Ο Άγιος Πέτρος έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό.
– Καλά ρε θηρίο τους κατάφερες όλους αυτούς μόνος σου; Πότε έγινε αυτό και το χάσαμε;
– Ε, θα ‘ναι κανα πεντάλεπτο…
Ο γάιδαρος
«Σε ένα ορεινό χωριό υπήρχε ένας κτηνοτρόφος, ο οποίος είχε στην κατοχή του τον μοναδικό αρσενικό γάιδαρο της περιοχής. Καθότι πονηρός, ήξερε καλά το πλεονέκτημά του και όρισε ταρίφα 1.500 ευρώ για κάθε «βόλεμα» γαϊδούρας που του έφερναν οι συγχωριανοί του.
Ουρά κάνανε οι γαϊδούρες κάθε μέρα έξω από το στάβλο του και ο κτηνοτρόφος είχε στήσει ταμείο εισπράττοντας τα 1.500άρια. Αυτή η δουλειά γινόταν κάθε μέρα μέχρι να ικανοποιηθούν όλες οι θηλυκές.
Έλα όμως που οι συγχωριανοί του αγανάκτησαν με την ταρίφα και πήγανε στον δήμαρχο να διαμαρτυρηθούν. Εκείνος, μη θέλοντας να πάει κόντρα στη λαϊκή απαίτηση, τους υπόσχεται ότι θα αγοράσει με χρήματα του δήμου τον γάιδαρο, για να «βολεύονται» οι γαϊδούρες δωρεάν.
Πάει λοιπόν στον κτηνοτρόφο και του λέει:
– Πόσο τον πουλάς;
– Εκατό χιλιάρικα και είναι δικός σου τώρα δήμαρχε.
Του τα σκάει ο δήμαρχος, παίρνει το ζώο μαζί του και το πάει στην πλατεία. Εκεί χτίζει έναν μικρό στάβλο με όλα τα κομφόρ(κλιματισμό, τρεχούμενο νερό, φρέσκα λαχανικά να τρώει ο γάιδαρος και ιδιαίτερο μέρος για να γίνεται η… δουλειά).
Όλο χαρά οι χωρικοί αρπάζουν τις γαϊδούρες και βουρ στην πλατεία.
Ο γάιδαρος όμως σαν να είχε ξενερώσει λίγο και «βόλευε» μια θηλυκιά την ημέρα και αυτή με το ζόρι. Αγανακτισμένοι οι χωρικοί τρέχουν ξανά στον δήμαρχο για να του τα ψάλλουν και τον στέλνουν ξανά στον κτηνοτρόφο να ζητήσει εξηγήσεις.
– Καλά ρε αχαΐρευτε, του λέει, άλλον γάιδαρο μου πούλησες; Ο δικός σου τις κανόνιζε όλες μέχρι το μεσημέρι κι αυτός που μου έδωσες ούτε να του σηκωθεί!
– Δήμαρχε όλα κι όλα σε παρακαλώ. Ο ίδιος γάιδαρος είναι. Απλώς σε μένα για να φάει και να κοιμηθεί έπρεπε να δουλέψει. Τώρα που τον έβαλες στο δημόσιο, στα παπ… του όλα!»